- προπύλαια
- Η κύρια είσοδος σε ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα (αγορά, ακρόπολη ή ιερό). Κατ’ αρχήν συναντούμε π. ήδη στο δεύτερο στρώμα της Τροίας (2400 – 2200 π.Χ.) και στο ανάκτορο της Τίρυνθας πριν από τα περίφημα π. της ακρόπολης των Αθηνών, έργο του αρχιτέκτονα Μνησικλή.
Τα π. των Αθηνών, που χτίστηκαν την εποχή του Περικλή στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, αποτελούνταν κατ’ ουσία, από ένα οικοδόμημα αμφιπρόστυλο, με έξι κίονες δωρικούς εξωτερικώς και από δύο σειρές από τρεις ιωνικούς κίονες εσωτερικώς. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν δύο συμμετρικές πτέρυγες, αλλά όχι απόλυτα όμοιες, από τις οποίες η μία χρησίμευε ως πινακοθήκη. Πάνω στο πρότυπο των αθηναϊκών π. έγιναν τα π. πολλών άλλων πόλεων· της Ελευσίνας, της Επιδαύρου, της Σαμοθράκης. Τελευταία μεγαλοπρεπής παραλλαγή είναι οι ελληνορωμαϊκοί του ιερού του Δία Ηλιουπολίτου στο Μπααλμπέκ, με μια επιβλητική κλίμακα, στο τέλος της οποίας υψωνόταν ένα σύνολο από 12 κίονες με δύο πύργους.
Τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών (φωτ. ΑΠΕ).
* * *τα, ΝΜΑβλ. προπύλαιος.
Dictionary of Greek. 2013.